ανανεωτικός

ανανεωτικός
-ή, -ό
αυτός που προκαλεί, φέρνει ανανέωση: Τις ανανεωτικές προσπάθειές του στην εκπαίδευση δεν τις συνέχισαν οι διάδοχοί του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανανεωτικός — ή, ό (Α ἀνανεωτικός, ή, όν) [ανανεώνω] ο σχετικός με την ανανέωση, ο ικανός να ανανεώνει, να αναζωογονεί …   Dictionary of Greek

  • ἀνανεωτικόν — ἀνανεωτικός renewing masc acc sg ἀνανεωτικός renewing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνανεωτικαί — ἀνανεωτικός renewing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνανεωτικῆς — ἀνανεωτικός renewing fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνανεωτική — ἀνανεωτικός renewing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνανεωτικήν — ἀνανεωτικός renewing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνανεωτικῷ — ἀνανεωτικός renewing masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • ανανεωτής — ο (Α ἀνανεωτής) αυτός που επιφέρει ανανέωση, ο ανακαινιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνανεοῦμαι. ΠΑΡ. ανανεωτικός] …   Dictionary of Greek

  • ἀνανεωτικάς — ἀνανεωτικά̱ς , ἀνανεωτικός renewing fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”